υπούλως

υπούλως
ΜΑ
επίρρ. βλ. ύπουλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὑπούλως — ὕπουλος extending inwards adverbial ὕπουλος extending inwards masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύπουλος — η, ο / ὕπουλος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που κάτω από την φαινομενική καλωσύνη ή υγεία κρύβει κακό ή κακά (α. «ύπουλη νόσος» β. «οἰδεῑ καὶ ὕπουλός ἐστιν ἡ πόλις», Πλούτ. γ. «κάλλος κακῶν ὕπουλον», Σοφ.) 2. (για πρόσ.) κρυψίνους, δόλιος, υποκριτικός (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”